- λυπεῖται
- λῡπεῖται , λυπέωgrievepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεμεσητικός — νεμεσητικός, ή, όν (Α) [νεμεσητός] 1. αυτός που αγανακτεί με την ευτυχία που έχει κάποιος παρά την αξία του («ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπείται ἐπὶ τοῑς ἀναξίως εὖ πράττουσι», Αριστοτ.) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «νεμεσητικόν μεμπτόν». επίρρ...… … Dictionary of Greek
Σβώλος, Αλέξανδρος — Έλληνας νομικός και πολιτικός (Κρούσοβο, Μακεδονία 1892 Αθήνα 1956). Αριστούχος διδάκτορας της νομικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών το 1915, με τη διατριβή Το δικαίωμα του συνεταρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων κατά το σύνταγμα και τον… … Dictionary of Greek